- ἐμπειρότατοι
- ἔμπειροςexperiencedmasc nom/voc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гораздыи — (9) пр. 1. Умелый, хорошо знающий свое дело: гораздъ бы(с) волшвенымь прелыцениѥмь. (ἄκρος) ГА XIII–XIV, 185г; и философи и ритори на сборъ придоша словесьници зѣло горазди (ἐμπειρότατοι) Там же, 212в; двѣ дв҃ци полони воевода. бѩста же хитрѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έμπειρος — η, ο (AM ἔμπειρος, ον) αυτός που έχει αποκτήσει πείρα σε τέχνη, επιστήμη κ.λπ. («έμπειρος γιατρός», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», Θουκ.) αρχ. μσν. (το ουσ. ως ουδ.) τὸ ἔμπειρον η εμπειρία, η πείρα που έχει αποκτηθεί αρχ. 1. ο ειδικός, ο… … Dictionary of Greek
προσέτι — ΝΜΑ επί πλέον, ακόμη, εκτός τούτου (α. «προσέτι θαλάσσης ἐμπειρότατοι εἰσιν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔτι «μέχρι τώρα, επί τού παρόντος»] … Dictionary of Greek